-
1 незабудка
-
2 незабудка
бот. η μυοσωτίς, разг. η μη με λησμονεί.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > незабудка
-
3 незабудка
незабудкаж (цветок) τό μή μέ λησμονεί -
4 незабудка
[νιζαμχούτκα] ουσ. θ. το μη με λησμονεί -
5 незабудка
[νιζαμχούτκα] ουσ θ το μη με λησμονεί
См. также в других словарях:
μη μέ λησμόνει — Κοινή ονομασία του είδους Myosotis scorpioides. Βλ. λ. μυοσωτίδα. * * * το κοινή ονομασία τών ειδών τού γένους φυτών μυοσωτίς. [ΕΤΥΜΟΛ. Η ονομασία προέρχεται από μετφρ. τού γαλλ. ne m οublie pas (πρβλ. και αγγλ. forget me not)] … Dictionary of Greek
αμνήμων — ἀμνήμων ( ονος), ον (ΑΝ) 1. αυτός που δεν έχει μνήμη, που λησμονεί, επιλήσμων, ξεχασιάρης 2. αυτός που λησμονεί τις ευεργεσίες που έχει δεχθεί, αγνώμων, αχάριστος αρχ. 1. αυτός που έπεσε σε λήθη, ο λησμονημένος 2. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ… … Dictionary of Greek
αγνώμων — ἀγνώμων, ον (Α) νεοελλ. αυτός που δεν αναγνωρίζει την ευεργεσία που τού έγινε, ο αχάριστος αρχ. 1. αυτός που δεν έχει κρίση ή λογική, ανόητος, αλόγιστος, απερίσκεπτος, επιπόλαιος 2. ισχυρογνώμων 3. αναίσθητος, σκληρόκαρδος 4. αυτός που λησμονεί ή … Dictionary of Greek
αμνημόνευτος — η, ο (Α ἀμνημόνευτος, ον) 1. αυτός που δεν μνημονεύεται ή δεν μνημονεύθηκε, για τον οποίο δεν έγινε λόγος, ο μη αναφερόμενος 2. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν θυμηθεί νεοελλ. 1. αυτός, για τον οποίο δεν τελέστηκε μνημόσυνο ή τού οποίου δεν… … Dictionary of Greek
επιληστικός — ἐπιληστικός, ή, όν (Μ) αυτός που λησμονεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ληστικός (< λήστις «λησμονιά» < *λαθ τις, τ. που εμφανίζει το αορ. θ. λαθ τού ρ. λανθάνω. Πρβλ. αόρ. β’ έ λαθ ον)] … Dictionary of Greek
θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… … Dictionary of Greek
λήθαιος — λήθαιος, αία, ον και ληθαῑος, αία, ον (Α) [λήθη] 1. αυτός που επιφέρει λήθη ή αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λήθη («λήθαιον σκότος», Λυκόφρ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που λησμονεί, ο επιλήσμων 3. αυτός που προέρχεται από τη Λήθη, περιοχή τού κάτω… … Dictionary of Greek
λήθαργος — Βαθύτατος και συνεχής ύπνος· μεταφορικά, η πλήρης αδράνεια. (Βοτ.) Στάδιο μειωμένης φυσιολογικής δραστηριότητας που εκδηλώνεται από ορισμένα σπόρια, σπέρματα ή οφθαλμούς φυτών. Πρόκειται για μία κατάσταση παρεμπόδισης της ανάπτυξης από έναν… … Dictionary of Greek
λήθη — Ονομασία, στην αρχαιοελληνική μυθολογία, ενός από τους ποταμούς του Άδη. Από εκεί έπιναν νερό οι ψυχές των νεκρών για να ξεχάσουν την προηγούμενη ζωή τους. Ο Αριστοφάνης ονομάζει έτσι και μια πεδιάδα του Άδη, ενώ την ίδια ονομασία έφερε και μια… … Dictionary of Greek
λαθήβας — λαθήβας, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) αυτός που λησμονεί τη νεότητα, ο γέροντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαθ τού λανθάνω (πρβλ. παθ. αόρ. ἔ λαθ ον) + ἥβη] … Dictionary of Greek
λαθίποινος — λαθίποινος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) αυτός που λησμονεί την εκδίκηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθι (βλ. λαθικηδής) + ποινος (< ποινή), πρβλ. αντί ποινος, αξιό ποινος] … Dictionary of Greek